- μυαλγία
- ηιατρ. μυϊκό άλγος, μυϊκός πόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myalgie (< μῦς + ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυαλγία — η πόνος των μυών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυαλγικός — ή, ό [μυαλγία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυαλγία ή αυτός που προέρχεται από μυαλγία … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Muskelschmerz — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie … Deutsch Wikipedia
Myalgie — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie … Deutsch Wikipedia
Myalgien — Klassifikation nach ICD 10 M79.1 Myalgie … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
μυωδυνία — η ιατρ. μυαλγία, πόνος τών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myodynie < μυς «μυς τού σώματος» + οδύνη] … Dictionary of Greek